12 Φεβρουαρίου 2020
Σταυροπούλου Δανάη, Φιλόλογος Αγγλικής, BA
«-Μαμά, δε θέλω να κάνω αγγλικά σήμερα!
-Δεν ακούω τίποτα!
-Μα δεν μπορώ σου λέω, τα βαριέμαι!»
Ακούγοντας τον παραπάνω διάλογο, οι περισσότεροι από εμάς, καθηγητές αλλά και γονείς, αντιλαμβανόμαστε το ξέσπασμα του παιδιού ως ακόμη μια απόπειρα διαφυγής από την καθημερινότητα και κυρίως από τις υποχρεώσεις που καλείται να αναλάβει κάθε φορά που μια διδακτική ώρα προστίθεται στο εβδομαδιαίο πρόγραμμά του. Αυτό που εν αντιθέσει ένας ακόμη μεγαλύτερος αριθμός ενηλίκων δε δύναται να καταλάβει σχετίζεται με την πραγματική απόγνωση που νιώθει ένας μαθητής όταν γνωρίζει πως πρόκειται να βρεθεί ξανά παρών σε μια μονότονη, διόλου ψυχαγωγική μορφή διδασκαλίας. Ξεκινώντας από την στερεοτυπική πλέον αποστήθιση κανόνων γραμματικής, λεξιλογίου καθώς και τη χρήση τριών ή τεσσάρων διαφορετικών βιβλίων που τον «φορτώνουν» μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά, καταλαβαίνουμε πλήρως την αθροιστική κούραση αλλά και πλήξη που ο ίδιος αισθάνεται. Εάν ληφθεί υπόψιν το σύνολο διδακτικών ωρών που έχουν ήδη συμπληρωθεί στο σχολείο προτού το παιδί ξεκινήσει τις εξωσχολικές δραστηριότητες, τότε γίνεται αυτομάτως αντιληπτή και η ανάγκη του για αλλαγή μεθόδων, εκπαιδευτικών εργαλείων και φυσικά διδακτικής προσέγγισης.
Μέσα από την ξένη γλώσσα, δύναται κανείς να μάθει όχι μόνο συντακτικό και ξενική προφορά, αλλά και Ιστορία, Γεωγραφία, Τεχνολογία και όσα ακόμη κανείς χρειάζεται για να εξοικειωθεί με μια κουλτούρα πέρα από την δική του, και να αναπτύξει πλέον κριτική σκέψη- βασικό μέσον επιβίωσης στις μέρες μας. Επομένως, αντί ο ρόλος του εκπαιδευτικού να αρκείται στο άνοιγμα ενός βιβλίου και στην ανάγνωση ενός κανόνα, είναι καιρός πια να μετατραπεί σε αυτόν του καθοδηγητή, του διασκεδαστή, της σύγχρονης αυθεντίας που χρησιμοποιεί την τεχνολογία για να δείξει στα παιδιά τον αληθινό κόσμο, μέσα από τα αγαπημένα τους τραγούδια, βίντεο, παιχνίδια με νόημα, και όλα αυτά σε μια γλώσσα που καλούνται πρωτίστως να κατανοήσουν, να αισθανθούν μέσα από αυτήν και έπειτα να χρησιμοποιήσουν.
Στην Ελλάδα του 2020, το λιγότερο που μας απομένει να κάνουμε ως εκπαιδευτικοί είναι να χρησιμοποιούμε μια βασική αίσθηση, την ακοή, για να αφουγκραζόμαστε και τις ανάγκες του μαθητή αλλά και της εκπαίδευσης, η οποία δεν αρκείται μόνο σε ένα μάθημα ή σε μια μέθοδο διδασκαλίας. Εκπαίδευση σημαίνει επίδραση στη σκέψη και στις αξίες του κάθε ατόμου ξεχωριστά.
Commenti